λοταριτζής

λοταριτζής
και λοταρτζής, ο
αυτός που διενεργεί λοταρία ή αυτός που παίζει σε λοταρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοταρία + κατάλ. -τζής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”